- οινόγαλα
- το (Α οἰνόγαλα, -ακτος) ποτό που αποτελείται από οίνο και γάλανεοελλ.γάλα που έχει υποστεί οινοπνευματική ζύμωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
κουμίς — Ελάχιστα αλκοολούχο ποτό με υπόξινη γεύση, που παρασκευάζεται από τις νομαδικές φυλές της κεντρικής Ασίας με ζύμωση γάλακτος φοράδας, γαϊδουριού, καμήλας ή αγελάδας. Είναι γνωστό και ως υδρόγαλα ή οινόγαλα. Παρασκευάζεται, επίσης, σε πολλές χώρες … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek